προσοντούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | προσοντούχος | το | προσοντούχο | ||
γενική | του/της | προσοντούχου | του | προσοντούχου | ||
αιτιατική | τον/την | προσοντούχο | το | προσοντούχο | ||
κλητική | προσοντούχε | προσοντούχο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | προσοντούχοι | τα | προσοντούχα | ||
γενική | των | προσοντούχων | των | προσοντούχων | ||
αιτιατική | τους/τις | προσοντούχους | τα | προσοντούχα | ||
κλητική | προσοντούχοι | προσοντούχα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -η. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσοντούχος < προσόντ(α) + -ούχος
Επίθετο
[επεξεργασία]προσοντούχος, -ος, -ο
- που έχει προσόντα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσοντούχος
|