προσπέφτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσπέφτω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]προσπέφτω
- γονατίζω μπροστά σε κάποιον για να παρακαλέσω για κάτι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσπέφτω