προσπελάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσπελάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσπελάζω[1] < προσ- + πελάζω (πλησιάζω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.speˈla.zo/
ΔΦΑ : /pɾos.peˈla.zo/ με διακριτή προφορά προθήματος
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σπε‐λά‐ζω
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐πε‐λά‐ζω

προσπελάζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]