προσσελήνωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσσελήνωση οι προσσεληνώσεις
      γενική της προσσελήνωσης* των προσσεληνώσεων
    αιτιατική την προσσελήνωση τις προσσεληνώσεις
     κλητική προσσελήνωση προσσεληνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσσεληνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσσελήνωση < (προσσεληνώνω) προσσεληνω- + -ση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική moon landing

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προσσελήνωση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]