προσφιλώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προσφιλῶς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσφιλώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσφιλῶς < προσφιλ(ής) + -ῶς > -ώς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.sfiˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σφι‐λώς
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐φι‐λώς

Επίρρημα

[επεξεργασία]

προσφιλώς (τροπικό επίρρημα)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • προσφιλής (& προσφιλώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)