προσωπιδοφορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσωπιδοφορία < προσωπιδοφόρος + -ία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσωπιδοφορία θηλυκό
- το να φοράει κάποιος προσωπίδα, η μεταμφίεση μ’ αυτή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσωπιδοφορία
|