προσωποκρατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσωποκρατώ < προσωποκράτηση + (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

προσωποκρατώ (παθητική φωνή: προσωποκρατούμαι)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]