προτιμολόγηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προτιμολόγηση οι προτιμολογήσεις
      γενική της προτιμολόγησης* των προτιμολογήσεων
    αιτιατική την προτιμολόγηση τις προτιμολογήσεις
     κλητική προτιμολόγηση προτιμολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προτιμολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προτιμολόγηση < προτιμολογώ + -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προτιμολόγηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]