προτρέπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προτρέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προτρέπω < προ- + τρέπω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾoˈtɾe.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐τρέ‐πω

προτρέπω, αόρ.: προέτρεψα/πρότρεψα, παθ.φωνή: προτρέπομαι (η παθητική φωνή, στον ενεστώτα) [1]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προτρέπω < προ- + τρέπω