προτυποποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προτυποποίηση οι προτυποποιήσεις
      γενική της προτυποποίησης* των προτυποποιήσεων
    αιτιατική την προτυποποίηση τις προτυποποιήσεις
     κλητική προτυποποίηση προτυποποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προτυποποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προτυποποίηση < προτυποποιώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική standardization[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική standardisation[1])

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προτυποποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. 1,0 1,1 προτυποποίησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)