προφυλάγομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προφυλάσσομαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προφυλάγομαι < παθητική φωνή

προφυλάγομαι

  1. φυλάγομαι, προσέχω μην πάθω κανένα κακό ή δυστύχημα
  2. προσπαθώ να προστατευτώ από το κρύο κ.λπ.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

προφυλάγομαι