προϋφίσταμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προϋφίσταμαι < ελληνιστική κοινή προϋφίσταμαι, παθητική φωνή του ρήματος προϋφίστημι < αρχαία ελληνική ὑφίστημι < ἵστημι
Ρήμα
[επεξεργασία]προϋφίσταμαι
- (αρχαιοπρεπές) υφίσταμαι από πριν, εκ των προτέρων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προϋφίσταμαι
|