πρωινός τύπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωινός τύπος < → δείτε τις λέξεις πρωινός και τύπος

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

πρωινός τύπος αρσενικό

  1. ο άνθρωπος που ξυπνά νωρίς το πρωί και είναι ευδιάθετος και έτοιμος για δουλειά
    ο Γιάννης δεν είναι και πολύ πρωινός τύπος, ξυπνάει πάντα με τις μεγάλες ώρες
  2. οι εφημερίδες που κυκλοφορούν στα περίπτερα νωρίς το πρωί, σε αντίθεση με αυτές που κυκλοφορούν συνήθως μετά τις 11:00 και αποκαλούνται απογευματινός τύπος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]