πρωτέωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρωτέωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρωτέωμα ουδέτερο
- (νεολογισμός) (βιολογία) (γενετική) άλλη μορφή του πρωτεΐνωμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πρωτεΐνωμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρωτέωμα
|