πρωτευουσιάνικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρωτευουσιάνικος < πρωτευουσιάνος + -ικος
Επίθετο
[επεξεργασία]πρωτευουσιάνικος
- που έχει σχέση με τον πρωτευουσιάνο ή την πρωτεύουσα ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις πρωτεύουσα, πρωτεύω και πρώτος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρωτευουσιάνικος
|