πρωτεϊνόλυση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτεϊνόλυση οι πρωτεϊνολύσεις
      γενική της πρωτεϊνόλυσης* των πρωτεϊνολύσεων
    αιτιατική την πρωτεϊνόλυση τις πρωτεϊνολύσεις
     κλητική πρωτεϊνόλυση πρωτεϊνολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πρωτεϊνολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτεϊνόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: προέλευσης από την αγγλική proteolysis ή λόγιο ενδογενές δάνειο: προέλευσης από τη γαλλική protéolyse < αρχαία ελληνική πρῶτος + λύσις < λύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρωτεϊνόλυση θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]