πρωτινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πρωτινός | η | πρωτινή | το | πρωτινό |
γενική | του | πρωτινού | της | πρωτινής | του | πρωτινού |
αιτιατική | τον | πρωτινό | την | πρωτινή | το | πρωτινό |
κλητική | πρωτινέ | πρωτινή | πρωτινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πρωτινοί | οι | πρωτινές | τα | πρωτινά |
γενική | των | πρωτινών | των | πρωτινών | των | πρωτινών |
αιτιατική | τους | πρωτινούς | τις | πρωτινές | τα | πρωτινά |
κλητική | πρωτινοί | πρωτινές | πρωτινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρωτινός < μεσαιωνική ελληνική πρωτινός[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική πρῶτος + -ινός
Επίθετο
[επεξεργασία]πρωτινός, -ή, -ό
- (λογοτεχνικό, λαϊκότροπο) παλιός, περασμένος
- (ουσιαστικοποιημένο) πρωτινά
- (ουσιαστικοποιημένο) πρωτινοί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πρώτος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρωτινός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πρωτινός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ πρωτινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πρωτινός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)