πρωτοβουλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρωτοβουλία θηλυκό
- η ικανότητα να ενεργείς αυτόνομα και να κινείς πρώτος τις εξελίξεις
- ενέργεια που γίνεται μετά από αυτόνομη σκέψη και απόφαση
- ↪ Μην παίρνεις πρωτοβουλίες χωρίς να ρωτήσεις κανέναν.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ιδιωτική πρωτοβουλία: οι ενέργειες των ιδιωτών στο χώρο της οικονομίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρωτοβουλία