πρωτογερμανικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρωτογερμανικά ουδέτερο πληθυντικός
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πρωτογερμανικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πρωτογερμανικός