πρωτογονισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτογονισμός οι πρωτογονισμοί
      γενική του πρωτογονισμού των πρωτογονισμών
    αιτιατική τον πρωτογονισμό τους πρωτογονισμούς
     κλητική πρωτογονισμέ πρωτογονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτογονισμός < πρωτόγονος + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική primitiveness[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική primitivisme[2])

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρωτογονισμός αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. πρωτογονισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πρωτογονισμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)