πρωτομαθαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτομαθαίνω < πρωτο- + μαθαίνω

πρωτομαθαίνω

  1. μαθαίνω κάτι για πρώτη φορά
  2. μαθαίνω κάτι πρώτος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]