πρόγνωση καιρού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόγνωση καιρού | οι | προγνώσεις καιρού |
γενική | της | πρόγνωσης ή προγνώσεως καιρού |
των | προγνώσεων καιρού |
αιτιατική | την | πρόγνωση καιρού | τις | προγνώσεις καιρού |
κλητική | πρόγνωση καιρού | προγνώσεις καιρού | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpɾo.ɣno.si ceˈɾu/
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]πρόγνωση καιρού θηλυκό
- (μετεωρολογία) πρόβλεψη των μελλοντικών καιρικών συνθηκών, συνήθως για συγκεκριμένη τοποθεσία, σε εφημερίδα, ραδιόφωνο ή τηλεόραση.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρόγνωση καιρού
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)