πρόκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόκα οι πρόκες
      γενική της πρόκας των προκών
    αιτιατική την πρόκα τις πρόκες
     κλητική πρόκα πρόκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρόκα < βενετική broca

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρόκα θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρόκα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πρόκα ιωνικός τύπος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]