πρόκυψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρόκυψη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρόκυψη θηλυκό
- (διεθν: emergence/émergence) η εμφάνιση ανώτερων ιδιοτήτων από λειτουργικά οργανωμένο συνδυασμό συστατικών
- το να ξεπροβάλλει κάποιος ή κάτι
- το να ξεπροβάλλει βρέφος κατά τον τοκετό
- η προσκύνηση
- ο αυτοκρατορικός θρόνος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρόκυψη
|