πρόσειμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. πρόσειμι < πρός + εἰμί
  2. πρόσειμι < πρός + εἶμι

πρόσειμι

  1. είμαι παρών
  2. είμαι κοντά
  3. προστίθεμαι
  4. συνυπάρχω
  5. ανήκω
  6. γειτονεύω
  7. το προσόν: το πλεόνασμα
  8. τα προσόντα: η περιουσία

πρόσειμι

  1. πλησιάζω
  2. προσέρχομαι
  3. επιτίθεμαι
  4. πάω με το μέρος κάποιου
  5. προστίθεμαι σε κάποιον ή κάτι
  6. τα προσιόντα: τα κέρδη, οι πρόσοδοι