πρόσληψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόσληψη | οι | προσλήψεις |
γενική | της | πρόσληψης* | των | προσλήψεων |
αιτιατική | την | πρόσληψη | τις | προσλήψεις |
κλητική | πρόσληψη | προσλήψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσλήψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρόσληψη < αρχαία ελληνική πρόσληψις < προσλαμβάνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρόσληψη θηλυκό
- η αποδοχή ενός ατόμου στο εργατικό δυναμικό μιάς επιχείρησης ή η ανάθεση σε αυτόν μιας μόνιμης εργασίας έναντι σταθερής αμοιβής
- (διατροφολογία) η αποδοχή, μεταβόλιση και αφομοίωση διατροφικών στοιχειων από τον οργανισμό
- (ψυχολογία) η αντίληψη και αποδοχή νέων παραστάσεων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]εργασιακή σχέση
διατροφική απορρόφηση