πρόσφορα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προσφορά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpɾo.sfo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐σφο‐ρα
παλιότερος συλλαβισμός: πρόσ‐φο‐ρα
τονικό παρώνυμο: προσφορά

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πρόσφορα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

πρόσφορα ουδέτερο



↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ πρόσφορ
      γενική τῶν προσφόρων
      δοτική τοῖς προσφόροις
    αιτιατική τὰ πρόσφορ
     κλητική ! πρόσφορ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ προσφόρω
γεν-δοτ τοῖν προσφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
πρόσφορα: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρόσφορος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρόσφορα ουδέτερο στον πληθυντικό

  • όλα όσα πρέπει να αποδίδονται (στους νεκρούς)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
πρόσφορα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πρόσφορα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

πρόσφορα ουδέτερο