πρόσφορα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpɾo.sfo.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐σφο‐ρα
- παλιότερος συλλαβισμός : πρόσ‐φο‐ρα
- τονικό παρώνυμο: προσφορά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πρόσφορα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρόσφορο, ουδέτερο του πρόσφορος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]πρόσφορα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρόσφορο
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | τὰ | πρόσφορᾰ |
γενική | τῶν | προσφόρων |
δοτική | τοῖς | προσφόροις |
αιτιατική | τὰ | πρόσφορᾰ |
κλητική ὦ! | πρόσφορᾰ | |
δυϊκός | ||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσφόρω |
γεν-δοτ | τοῖν | προσφόροιν |
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- πρόσφορα: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρόσφορος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρόσφορα ουδέτερο στον πληθυντικό
- όλα όσα πρέπει να αποδίδονται (στους νεκρούς)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- και το νεοελληνικό πρόσφορο
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- πρόσφορα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πρόσφορα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρόσφορον, ουδέτερο του πρόσφορος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]πρόσφορα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρόσφορον
Πηγές
[επεξεργασία]- πρόσφορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόσφορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' στον πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)