πρώραθεν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρώραθεν < αρχαία ελληνική πρῴραθεν < πρῴρα + -θεν

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πρώραθεν (λόγιο)

  1. (ναυτικός όρος): προς την, ή από την, πλώρη, μπροστά
    πρώραθεν πυροβόλου (= μπροστά από το πυροβόλο)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]