πρώτες βοήθειες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι πρώτες βοήθειες
      γενική των πρώτων βοηθειών
    αιτιατική τις πρώτες βοήθειες
     κλητική πρώτες βοήθειες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρώτες βοήθειες < → δείτε τις λέξεις πρώτος και βοήθεια• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
Κουτί πρώτων βοηθειών.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpɾo.tes voˈi.θi.es/

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

πρώτες βοήθειες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]