πρῴην

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πρώην

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρῴην < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πρῴην

  1. πρόσφατα, πριν από λίγο
  2. προχθές, μέχρι πρότινος (κυριολεκτικά: πριν από το χθες)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]