πτηνοτροφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτηνοτροφή οι πτηνοτροφές
      γενική της πτηνοτροφής των πτηνοτροφών
    αιτιατική την πτηνοτροφή τις πτηνοτροφές
     κλητική πτηνοτροφή πτηνοτροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πτηνοτροφή < πτηνό + -ο- + τροφή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πτηνοτροφή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • πτηνοτροφήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • www.greek-language.gr
  • πτηνοτροφή - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]