πτυελοδοχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pti.e.lo.ðoˈçi.o/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτυελοδοχείο ουδέτερο
πτυελοδοχείο ουδέτερο