πτωχαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πτωχαίνω < λείπει η ετυμολογία

πτωχαίνω



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πτωχαίνω < πτωχ(ός) + -αίνω

πτωχαίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάποιον φτωχό
     συνώνυμα: πτωχεύω, πτωχίζω
  2. (αμετάβατο)
    1. γίνομαι φτωχός
     συνώνυμα: πτωχεύω
    1. αδυνατίζω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]