πτωχαδάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πτωχαδάκι < φτωχ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -αδάκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτωχαδάκι ουδέτερο
- φτωχαδάκι, ταλαίπωρος φτωχός
- άλλες μορφές: ἐπτωχαδάκι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- πτωχάκι (ουσιατικό)
- πτωχούλης
- πτωχούλικος
- πτωχούτσικος
Πηγές
[επεξεργασία]- σελ.306, Τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.