πυθιονίκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πυθιονίκης αρσενικό
- νικητής στους Πυθικούς αγώνες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πυθιονίκης
|
πυθιονίκης αρσενικό
|