πυκνά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

πυκνά < πυκνός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πυκνά

  1. με μεγάλη πυκνότητα
  2. συχνά πυκνά: αρκετά ή πολύ συχνά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πυκνά