πυοσφαίριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυοσφαίριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πυοσφαίριο ουδέτερο
- νεκρό λευκό αιμοσφαίριο που περιέχεται στο πύον και που αποτελεί κύριο συστατικό του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πυοσφαίριο
|