πυράδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυράδα οι πυράδες
      γενική της πυράδας των πυράδων
    αιτιατική την πυράδα τις πυράδες
     κλητική πυράδα πυράδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυράδα < πύρα + -άδα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πυράδα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]