πυρακτώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυρακτώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος πυρακτώνω

πυρακτώνομαι

  1. (αδόκιμο στο πρώτο πρόσωπο και γενικά για έμψυχα) όταν κάτι γίνεται διάπυρο ή υπερθερμαίνεται
    το σίδερο πυρακτώθηκε
    πυρακτωμένη άμμος (η καυτή άμμος)
     συνώνυμα: κορώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]