πυργώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυργώνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πυργόω, αναλύεται συγχρονικά σε πύργος + -ώνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pirˈɣo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυρ‐γώ‐νω

πυργώνω, πρτ.: πύργωνα, στ.μέλλ.: θα πυργώσω, αόρ.: πύργωσα, παθ.φωνή: πυργώνομαι, μτχ.π.π.: πυργωμένος

  1. οχυρώνω ένα χώρο με πύργους
  2. (μεταφορικά), (λογοτεχνικό) ορθώνω, ψηλώνω κάτι ώστε να λάβει μέγεθος σαν ένα πύργο
    ※  Κ' εὐθὺς ἐπυργωθήκανε τὰ κύματ' ὣς στ' ἀστέρια (Γεώργιος Βιζυηνός, Τὰ ὄρη καὶ τὰ κύματα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη πύργος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]