πυριτιοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυριτιοποιώ < πυρίτιο + ποιώ

πυριτιοποιώ

  1. (χημεία): δημιουργώ, ή απομονώνω άτομα πυριτίου από χημικές ενώσεις
  2. προσθέτω άτομα πυριτίου σε μια ουσία ή επιφάνεια, ιδιαίτερα σε οδοντικές εργασίες
  3. επιστρώνω μια επιφάνεια με στοιχεία πυριτίου
  4. καθιστώ χώρο επικίνδυνο σε αναπνοή με σκόνη διοξειδίου του πυριτίου, προκαλώντας πυριτίαση

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]