πυροβολικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πυροβολικό ουδέτερο
- ...
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πυροβολικό
- αιτιατική ενικού του πυροβολικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πυροβολικός