πυρογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παπυρογραφία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρογραφία οι πυρογραφίες
      γενική της πυρογραφίας των πυρογραφιών
    αιτιατική την πυρογραφία τις πυρογραφίες
     κλητική πυρογραφία πυρογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρογραφία < πυρο- + -γραφία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pyrogravure ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pyrography)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυρογραφία θηλυκό

  1. (τέχνη) τεχνική χάραξης σχεδίων σε επιφάνειες με χρήση πυρακτωμένης ακίδας
  2. (κατ’ επέκταση) το καλλιτέχνημα που δημιουργήθηκε με την παραπάνω τεχνική

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]