πυροπροστατευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυροπροστατευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πυροπροστατεύω / πυρο- + προστατευμένος
Επίθετο
[επεξεργασία]πυροπροστατευμένος, -η, -ο
- που έχει προστατευθεί από τη φωτιά
- ※ Πυροπροστατευμένη όδευση διαφυγής: Το τμήμα της όδευσης διαφυγής (κλιμακοστάσιο, διάδρομος, προθάλαμος κ.λπ.) που περικλείεται από πυράντοχα δομικά στοιχεία με προκαθορισμένο δείκτη πυραντίστασης. (ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ YΠ΄ ΑΡΙΘ. 41/2018 ««Κανονισμός Πυροπροστασίας Κτιρίων»Σχετική εγκύκλιος με διευκρινίσεις για τον Κανονισμό Πυροπροστασίας κτιρίων» (Α΄80)., amea.gov.gr, [1])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πυροπροστατευμένος