πυρόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυρόω < πῦρ
Ρήμα
[επεξεργασία]πυρόω
- βάζω φωτιά, πυρπολώ καίω
- αφανίζω με τη χρήση φωτιάς
- Ἴλιον πυρούμενον
- μαγειρεύω κάτι καπνιστό ή το ζεσταίνω
- καίω τη γλώσσα ή τα χέρια, (κάτι που είναι καυτό ή καυτερό)
- δοκιμάζω στη φωτιά, κυρίως το χρυσό (με την πεποίθηση ότι ο χρυσός δεν καίγεται)
- χρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρός
- (μεταφορικά) καίω την καρδιά κάποιου
- Ἔρως σὺ δ᾽ εὐθέως με πύρωσον