πυρώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /piˈɾo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐ρώ‐νο‐μαι

πυρώνομαι, π.αόρ.: πυρώθηκα, μτχ.π.π.: πυρωμένος, (ενεργ.: πυρώνω)