πυόρροια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυόρροια < ελληνιστική κοινή πυόρροια[1] [2] < αρχαία ελληνική πύον + ῥέω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pyorrhée[2] η σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική pyorrhea[2])
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πυόρροια θηλυκό
- (ιατρική) εκροή μεγάλης ποσότητας πύου
- ↪ φατνιακή πυόρροια: πυώδης φλεγμονή των ιστών που περιβάλλουν το δόντι
- ※ Όταν ο πάσχων προσπαθεί να καθαρίσει τα βύσματα με μπατονέτα, τα ωθεί προς το τύμπανο επιτείνοντας τη βαρηκοΐα, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να τραυματίσει τον έξω ακουστικό πόρο και να προκαλέσει έντονες φλεγμονές με πόνο και πυόρροια (www.tanea.gr, 05.03.2005)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αιματοπυόρροια
- πυορροϊκός
- πυορροώ
- → δείτε τις λέξεις πύον και ρέω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ πυόρροια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 2,2 πυόρροια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)