πως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πως < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πως
Επίρρημα[επεξεργασία]
πως
- (λόγιο) κάπως
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- άλλως πως: κάπως αλλιώς, διαφορετικά
- ούτω πως: κάπως έτσι, περίπου κατ᾿ αυτόν τον τρόπο
- περιέργως πως: κάπως περίεργα, κατ᾿ ανεξήγητο τρόπο
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
πως
- (ειδικός σύνδεσμος) ότι
- ↪ Επιμένει πως δε συμβαίνει τίποτα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίρρημα
→ δείτε τη λέξη κάπως |