πόλιτσμαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πόλιτσμαν < αγγλική policeman

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πόλιτσμαν αρσενικό άκλιτο

(επάγγελμα) → δείτε τη λέξη πολισμάνος