πόντσο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
από έκθεση πόντσο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πόντσο < (άμεσο δάνειο) ισπανική poncho < κέτσουα punchu

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πόντσο ουδέτερο άκλιτο

  • (ενδυμασία) τετράγωνο ένδυμα, χωρίς χέρια, με τρύπα στη μέση που φοριέται σαν πανωφόρι, νοτιοαμερικανικής προέλευσης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]